ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

553 results
Greek Term English Term
οικογένεια λεξικών (η) ladder
οικογένεια λεξικών (η) family of dictionaries
οικογένεια λεξικών dictionary family
οικογένεια λέξεων (η) word family
Οικογένεια (η), Οικογενειακός-ή-ό family
οικογένεια (η) family
οικειότητα (η) intimacy
οικείο ύφος (το) vernacular
οθόνη αφής touch screen
Οζίμπβα (η) (γλώσσα) Ojibwa