ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
οροποίηση | terminologization |
Ορόμο (η) (γλώσσα) | OM |
Ορόμο (η) (γλώσσα) | Oromo |
ορολογικός σχεδιασμός | terminology planning |
ορολογικός ερανισμός | term excerption |
ορολογικό μορφότυπο | terminological format |
ορολογικό λήμμα | terminological entry |
ορολογικό λεξιλόγιο | vocabulary |
ορολογικό λεξικό | technical dictionaries |
ορολογικό λεξικό | terminological dictionary |