ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
ουδέτερο γένος (το) | neuter, n, neut, NEUT |
ουδέτερο (το) | neuter, n, neut, NEUT |
ουδέτερη φρασεολογία (η) | neutral phrasing |
ουδέτερη θέση της γλώσσας (η) | neutral position of the tongue |
Ουγκαριτική (η) (γλώσσα) | Ugaritic |
Ουγγρική (η) (γλώσσα) | Ugric |
Ουγγαρέζικα (τα) | HU (vs Hungarian) |
Ουγγαρέζικα (τα) | Hungarian |
Ουαστεκική (η) (γλώσσα) | Huastec |
Ουάσο (η) (γλώσσα) | Washo |