ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

553 results
Greek Term English Term
ουδέτερο γένος (το) neuter, n, neut, NEUT
ουδέτερο (το) neuter, n, neut, NEUT
ουδέτερη φρασεολογία (η) neutral phrasing
ουδέτερη θέση της γλώσσας (η) neutral position of the tongue
Ουγκαριτική (η) (γλώσσα) Ugaritic
Ουγγρική (η) (γλώσσα) Ugric
Ουγγαρέζικα (τα) HU (vs Hungarian)
Ουγγαρέζικα (τα) Hungarian
Ουαστεκική (η) (γλώσσα) Huastec
Ουάσο (η) (γλώσσα) Washo