ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

160 results
Greek Term English Term
νόημα (το), νοηματικός-ή-ό, Σημείο (το) sign
νόημα (το), σημείο (το) signs
νόημα/νοηματικός signification
νοήματα signing
νοηματικές προεκτάσεις (οι) meaning extensions
νοηματική γλώσσα sing system
νοηματική γλώσσα (η) sign language
νοηματική γλώσσα (η) sign language
νοηματική γλώσσα (η) language of gestures
νοηματική γλώσσα (η) manual language