ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
μηχανισμός (ο) | device |
Μηχανισμός (ο), συσκευή (η) | device |
Μηχανισμός γλωσσικής κατάκτησης / απόκτησης (ο) | language acquisition device (LAD) |
μηχανική ευρετηρίαση (η) | machine indexing |
μηχανική λεξικογραφία (η) | machine lexicography |
μηχανική μετάφραση (μετάφραση κειμένου) (η) | machine transalation |
μηχανικό λεξικό (το), ηλεκτρονικό λεξικό (το) | mechanical dictionary |
μηχανική μετάφραση (η) | mechanical translation |
μηχανισμός (ο) | mechanism |
μηχανισμοί γλωσσικής αλλαγής (οι) | mechanisms of (language) change |