ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1173 results
Greek Term English Term
μηχανισμός (ο) device
Μηχανισμός (ο), συσκευή (η) device
Μηχανισμός γλωσσικής κατάκτησης / απόκτησης (ο) language acquisition device (LAD)
μηχανική ευρετηρίαση (η) machine indexing
μηχανική λεξικογραφία (η) machine lexicography
μηχανική μετάφραση (μετάφραση κειμένου) (η) machine transalation
μηχανικό λεξικό (το), ηλεκτρονικό λεξικό (το) mechanical dictionary
μηχανική μετάφραση (η) mechanical translation
μηχανισμός (ο) mechanism
μηχανισμοί γλωσσικής αλλαγής (οι) mechanisms of (language) change