ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1173 results
Greek Term English Term
μέσο-διάμεσο ρήμα (το) factitive verb
μεσοδοντικός,-ή,-ό interdental
μεσοδοντικά (τα) interdetals
μέσο τετραγωνικό σφάλμα (το) mean-square error
μεσοδομή (η) mediostructure
μέσο ρήμα (το) medium verb
μεσοαμερικανική γλωσσική περιοχή (η) mesoamerican linguistic area
μεσολεκτικός,-ή,-ό mesolectal
μέσο φωνήεν (το) mid vowel
μέσο ρήμα (το), ρήμα μέσης φωνής (το) middle verb