ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
Μακρο-Γουαϊκιουρουανική (η) (γλώσσα) | Macro-Guaicuruan |
μακρο-γλωσσική πράξη (η) | macrospeech act |
μακρο- | macro- |
μακρό φωνήεν / μακρό σύμφωνο (το) | long vowel / long consonant |
μακρό φωνήεν (το) | long vowel |
μακρό σύμφωνο (το) | long consonant |
μακρό σύμφωνο (το) | long consonant |
μακρινή μετακίνηση (η) | long movement |
μακρινή γενετική σχέση (η) | distant genetic relationship |
μακρά συστατικά (τα) | long components |