ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
μονοπαλλόμενος,-η,-ο | flap |
Μονοπαλλόμενος-η-ο, ακαριαία παλλόμενος-η-ο | flap |
μονοπαλλόμενος,-η,-ο | flapped |
μονοπάτι (το) | path |
μονοπάτι της αλλαγής (το) | pathway of change |
μονόπλεγμα/απλόπλεγμα (το), απλή λέξη (η) | simplex |
μονοπλεγματικό/απλοπλεγματικό δίκτυο (το) | simplex network |
μονοπαλλόμενος | tap |
μονοπλευρική (άρθρωση)(η) | unilateral (articulation) |
μονοπλευρική συνεπαγωγή (η) | unilateral implication |