ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1173 results
Greek Term English Term
μόλις διακρίσιμη διαφορά (η), Ελάχιστα αισθητή διαφορά (η) just noticeable difference
Μογλενίτικη (η) (γλώσσα) Megleno-Rumanian
Μολδαβικά (τα) MO
Μόμπα (η) (γλώσσα) Moban
Μολάλα (η) (γλώσσα) Molala
Μολδαβικά (τα) Moldavian
Μον (η) (γλώσσα) Mon
Μον-Χμερ (η) (γλώσσα) Mon-Khmer
μονoθέσιος,-α,-ο one-place
μονάδα (η) unit