ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
μειούμενη άρμοση | fading juncture |
μειονοτική γλώσσα (η) | minority language |
μειονοτική γλωσσική ομάδα (η) | minority language group |
μειωμένος-η-ο | reduced |
μειωμένη πρόταση (η) | reduced clause |
μειωμένη πρόταση (η) | reduced clause |
μειωμένη αναφορική πρόταση (η) | reduced relative clause |
μειωμένη φωνηεντική ποιότητα | reduced vowel quality |
μειωμένη βαθμίδα (η) | reduced-grade |
μειωμένο φωνήεν | reducedvowel |