ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1173 results
Greek Term English Term
μορφότυπο (το) format
μορφότυπο ΑΚ (Άμεσης Κυριαρχίας)/ΓΠ (Γραμμικής Προήγησης) (το) id/lp format
μορφότυπο Άμεσης Κυριαρχίας/Γραμμικής Προήγησης (το), μορφότυπο ΑΚ/ΓΠ (το) immediate dominance/linear precedence format ID/LP format
μορφοσυντακτικός,-ή,-ό morphosyntactic / morpho-syntactic
μορφοσυντακτική λέξη (η) morphosyntactic word
μορφοσυντακτική παραλλαγή (η) morphosyntactical variant
μορφοσύνταξη (η) morphosyntax / morpho-syntax
μορφοτακτική διευθέτηση (η) morphotactic arrangements
μορφοτακτικοί περιορισμοί (οι) morphotactics
μορφοτροπή (η), μεταγωγή (η) transduction