ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
μοντελοποίηση (η) | modelling |
μονώνυμο (το) | mononym |
μονωνυμία (η) | mononymy |
μόρα (η) | mora |
μοραϊκός,-ή,-ό | moraic |
Μορδοβική (η) (γλώσσα) | Mordva |
μοριακή φωνολογία (η) | particle phonology |
Μοριακή φωνολογία (η), φωνολογία των μορίων (η) | particle phonology |
μοντέλο χρονικής ακολουθίας (το) | temporal sequence model |
μοντελοποίηση χρήστη (η) | user modeling |