ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1173 results
Greek Term English Term
μοντελοποίηση (η) modelling
μονώνυμο (το) mononym
μονωνυμία (η) mononymy
μόρα (η) mora
μοραϊκός,-ή,-ό moraic
Μορδοβική (η) (γλώσσα) Mordva
μοριακή φωνολογία (η) particle phonology
Μοριακή φωνολογία (η), φωνολογία των μορίων (η) particle phonology
μοντέλο χρονικής ακολουθίας (το) temporal sequence model
μοντελοποίηση χρήστη (η) user modeling