ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
λεξικό ποιόν ενεργείας (το) | Aktionsart (pl. Actionsarten) |
λεξικό ορισμών (το) | defining dictionary |
λεξικό ορισμών (το) | definitional dictionary |
λεξικό πεδίου (το) | field dictionary |
λεξικό πεδίο (το) | lexical domain |
λεξικό πεδίο (το) | lexical field |
λεξικό πεδίο (το) | lexical field |
λεξικό προφίλ (το) | lexical profile |
λεξικό ποιόν ενέργειας (το) | manner of action |
λεξικό περιόδου (το) | period dictionary |