ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
κελάηδισμα (πουλιών) (το) | bird song |
κείμενο του λεξικού | dictionary text |
Κεκτσί (η) (γλώσσα) | Kekchi |
κείμενο (το) | text |
κειμενογλωσσολογικός-ή-ό | text linguistic |
κειμενογλωσσολογία (η) | text linguistics |
Κειμενογλωσσολογία (η) | textlinguistics |
κειμενογραφία (η) | textography |
κειμενολογία (η) | textology |
κειμενικότητα (η) | texture |