ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
Κρεολή (η), μιγαδική γλώσσα (η), κρεολική γλώσσα (η) | creole |
κρεολή γλώσσα | creole language |
κρεολοποίηση | creolisation |
κρεολοποίηση | creolization |
Κρεολοποίηση (η), Μιγαδοποίηση (η) | creolization, |
κρεολοποιώ | creolize |
κρεολοποιημένη γλώσσα | creolized language |
κρεολοποιημένη πίτζιν | creolized pidgin |
Κρεολοειδής-ής-ές | creoloid |
κρεολή Αγγλική ακτής Μισκίτο | Miskito Coast Creole English |