ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1170 results
Greek Term English Term
Κρεολή (η), μιγαδική γλώσσα (η), κρεολική γλώσσα (η) creole
κρεολή γλώσσα creole language
κρεολοποίηση creolisation
κρεολοποίηση creolization
Κρεολοποίηση (η), Μιγαδοποίηση (η) creolization,
κρεολοποιώ creolize
κρεολοποιημένη γλώσσα creolized language
κρεολοποιημένη πίτζιν creolized pidgin
Κρεολοειδής-ής-ές creoloid
κρεολή Αγγλική ακτής Μισκίτο Miskito Coast Creole English