ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
ισχυρή λεξικαλιστική υπόθεση (η) | strong lexicalist hypothesis |
ισχυρό ρήμα (το) | strong verb |
ισχυρά επαρκής | strongly adequate |
ισχυρώς ισοδύναμος-η-ο | strongly equivalent |
ισοτίμηση σχεδιότυπου | template matching |
ισοτίμηση σχεδιοτύπου (η) | template matching |
ίχνος (το) | trace |
Ισπανική Δενδρική Τράπεζα του Αυτόνομου Πανεπιστημίου της Μαδρίτης (η) | Universidad Autónoma de Madrid (UAM) Spanish Treebank |
ιστότοπος (ο), ιστοσελιδα (η) | website |
ίχνη wh | wh traces |