ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
ιστορικός αόριστος (ο) | preterite |
ιστορικός αόριστος (ο) | preterite |
ιδιωτική γλώσσα (η) | private language |
ιδιωτική ομιλία (η) | private speech |
ιδιότητα | property |
ιδιοδεκτική ανατροφοδότηση (η) | proprioceptive feedback |
ιδιότητες (οι) | quale-qualia |
ιχνηλάτηση αναφοράς (η) | reference tracking |
ικανότητα αποστήθισης | rote learning ability |
ιερό λεξιλόγιο (το) | sacred vocabulary |