ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

260 results
Greek Term English Term
θεμελιώδης-ης-ες fundamental
θεμελιώδης συχνότητα (η) fundamental frequency
θεμελιώδης ή βασική συχνότητα (η) fundamental frequency
Θεμελιώδης συχνότητα (η) fundamental frequency ή Fο (f μη­δέν (f nought))
θεμελίωση (η) grounding
θέση slot
θέση status
Θερινό Ινστιτούτο Γλωσσολογίας (το) Summer Institute of Linguistics (SIL International)
Θεογλωσσολογία (η) theolinguistics
θεραπευτική αλλαγή (η) therapeutic change