ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
| Greek Term | English Term |
|---|---|
| θεμελιώδης-ης-ες | fundamental |
| θεμελιώδης συχνότητα (η) | fundamental frequency |
| θεμελιώδης ή βασική συχνότητα (η) | fundamental frequency |
| Θεμελιώδης συχνότητα (η) | fundamental frequency ή Fο (f μηδέν (f nought)) |
| θεμελίωση (η) | grounding |
| θέση | slot |
| θέση | status |
| Θερινό Ινστιτούτο Γλωσσολογίας (το) | Summer Institute of Linguistics (SIL International) |
| Θεογλωσσολογία (η) | theolinguistics |
| θεραπευτική αλλαγή (η) | therapeutic change |