ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
εξειδικευμένο λεξιλόγιο μιας κουλτούρας | culture-specific vocabulary |
εξέλεγχος διπλών λημμάτων | double-entry check |
εξεικόνιση (η) | image |
εξειδίκευση σημασίας (η) | meaning specialisation |
εξειδικευμένος,-η,-ο | particular |
εξειδικευμένος,-η,-ο | particularized |
Εξειδίκευση (η) | specialisation |
Εξειδίκευση (η) | specialization |
εξειδίκευση (η) | specialization |
εξειδίκευση | specificity |