ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1747 results
Greek Term English Term
Εμπειρικές Μέθοδοι στη Γνωσιακή Γλωσσολογία (οι) EMCL
εμπειρική έρευνα (η) empirical investigation
εμπειρική εγκυρότητα (η) empirical validity
εμπειρισμός empiricism
εμπειρικός-ή-ό experiential
εμπειρική βάση (η) experiential basis
εμπειρικό πεδίο (το) experiential domain
εμπειρικός ρεαλισμός experiential realism
εμπειριακή άποψη experiential view
έμμεσος,-η,-ο indirect