ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
έλεγχος | control |
Έλεγχος (ο) | control |
ελεγχόμενο στοιχείο | controlee |
ελεγχόμενη σύνθεση (η) | controlled composition |
ελεγχόμενο λεξιλόγιο ορισμού (το) | controlled defining vocabulary |
ελεγχόμενες διεργασίες | controlled processesing |
ελεγκτής | controller |
ελεγκτής | controller |
ελαχιστότητα (η) | minimality |
έλεγχος (ο) | monitoring |