ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
ελάχιστα ζεύγη | copying rules |
ελαφρό χτύπημα (το) | flap |
ελαφρύς-ιά-ύ | light (L) |
ελαφριά συλλαβή (η) | light syllable |
ελαφρύ ρήμα (το) | light verb |
ελαφρώς περιβαλλοντικά ευαίσθητος,-η,-ο | midly context-sensitive |
ελαφρώς περιβαλλοντικά ευαίσθητες γλώσσες (οι) | mildly context-sensitive languages |
ελάχιστη ελεύθερη μορφή (η) | minimal free form |
ελάχιστη αρθρωτική προσπάθεια (η) | minor articulatory |
ελάχιστη γραμματική μονάδα (η) | tax |