ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1747 results
Greek Term English Term
ελάχιστα ζεύγη copying rules
ελαφρό χτύπημα (το) flap
ελαφρύς-ιά-ύ light (L)
ελαφριά συλλαβή (η) light syllable
ελαφρύ ρήμα (το) light verb
ελαφρώς περιβαλλοντικά ευαίσθητος,-η,-ο midly context-sensitive
ελαφρώς περιβαλλοντικά ευαίσθητες γλώσσες (οι) mildly context-sensitive languages
ελάχιστη ελεύθερη μορφή (η) minimal free form
ελάχιστη αρθρωτική προσπάθεια (η) minor articulatory
ελάχιστη γραμματική μονάδα (η) tax