ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1747 results
Greek Term English Term
εκ των προτέρων/a priori αναλυτικό πρόγραμμα (το) a priori syllabus
εισόδιος όρος entry term
εισόδιος όρος (ο) entry-term
εισπνοϊκός,-ή,-ό implosive
εισπνευστικός,-ή,-ό ingressive
εισπνευστικός μηχανισμός ρεύματος του αέρα (ο) ingressive air stream mechanism
εισπνευστικός φθόγγος (μηχανισμός ρεύματος αέρα) (ο) ingressive sound
είσοδος (η) input
εισπνοή (η) inspiration
εισπνευστικός,-ή,-ό inspiratory