ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
Εσωτερική απόδειξη σωμάτων κειμένων (η) | corpus-internal evidence |
εσωτερική γλώσσα (η) | esoteric language |
εσωτερική διαδρομή αναζήτησης (η) | innersearch path |
εσωτερική απόδειξη (η) | internal evidence |
εσωτερική γλώσσα (η) | internal language |
Εσωτερική ανοικτή άρμοση (η) | Internal open juncture |
εσωτερική αποκατάσταση (η) | internal reconstruction |
εσωτερική αποσύνθεση (η) | internal reconstruction |
εσωτερική ανασύνθεση (η) | internal reconstruction |
εσωτερική γραμματική (η) | intrenal grammar |