ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
Εσπεράντο (Διεθνής Τεχνητή) | EO |
Εσκιμώικα | Eskimo |
Εσκιμο-Αλεουτική | Eskimo-Aleut |
Εσκιμο-Ουραλική (η) (γλώσσα) | Eskimo–Uralic |
Εσπεράντο (Διεθνής Τεχνητή) | Esperanto |
Εσθονικά | Estonian |
Εσθονικά | ET |
εσ-γλώσσα (η) | I-language |
εσοχή (η), ενδοπαραγραφοποίηση (η) | indentation |
ΕΣ (έσχατο συστατικό) (το) | UC |