ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1747 results
Greek Term English Term
Εσπεράντο (Διεθνής Τεχνητή) EO
Εσκιμώικα Eskimo
Εσκιμο-Αλεουτική Eskimo-Aleut
Εσκιμο-Ουραλική (η) (γλώσσα) Eskimo–Uralic
Εσπεράντο (Διεθνής Τεχνητή) Esperanto
Εσθονικά Estonian
Εσθονικά ET
εσ-γλώσσα (η) I-language
εσοχή (η), ενδοπαραγραφοποίηση (η) indentation
ΕΣ (έσχατο συστατικό) (το) UC