ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1747 results
Greek Term English Term
εργαστική γλώσσα (η) absolutive language
εργαστικός ergative (erg, ERG)
εργαστικές δομές ergative structures
εργαστικό ρήμα ergative verb
εργαστικότητα ergativity
εργοδικό ergotic
έργο πεδίου fieldwork
έργο αναφοράς reference work
εργαστικό ρήμα unaccusative verb
έργο αναφοράς (το) work of reference