ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
εργαστική γλώσσα (η) | absolutive language |
εργαστικός | ergative (erg, ERG) |
εργαστικές δομές | ergative structures |
εργαστικό ρήμα | ergative verb |
εργαστικότητα | ergativity |
εργοδικό | ergotic |
έργο πεδίου | fieldwork |
έργο αναφοράς | reference work |
εργαστικό ρήμα | unaccusative verb |
έργο αναφοράς (το) | work of reference |