ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1747 results
Greek Term English Term
εξαπάτηση (η) cheating
εξαπάτηση deception
εξάλειψη erasure
εξαντλητικότητα exhaustivity
Εξαλείφω lenite
εξαναγκασμός (ο) necessitation
έξαρση prominence
εξάλειψη αδέσποτων στοιχείων stray erasure
εξακρίβωση ομιλητή talker verification
εξακρίβωση verification