ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
εξαπάτηση (η) | cheating |
εξαπάτηση | deception |
εξάλειψη | erasure |
εξαντλητικότητα | exhaustivity |
Εξαλείφω | lenite |
εξαναγκασμός (ο) | necessitation |
έξαρση | prominence |
εξάλειψη αδέσποτων στοιχείων | stray erasure |
εξακρίβωση ομιλητή | talker verification |
εξακρίβωση | verification |