ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1747 results
Greek Term English Term
εξακολουθητικός continuant (cont)
εξακολουθητικό χαρακτηριστικό continuant feature
εξακολουθητικός continuous
εξακολουθητικοί φθόγγοι Dauerlaute
εξακολουθητικός,-η,-ο δασύς,-εία,-ύ fricative
εξακολουθητικός μέλλοντας (o) future continuous
εξακολουθητικός,-ή,-ό progressive (prog)
εξακολουθητικός,-ή,-ό παθητικός,-ή,-ό progressive passive
εξακολουθητικό σύμφωνο spirant
εξακολουθητικός spirant