ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
εξακολουθητικός | continuant (cont) |
εξακολουθητικό χαρακτηριστικό | continuant feature |
εξακολουθητικός | continuous |
εξακολουθητικοί φθόγγοι | Dauerlaute |
εξακολουθητικός,-η,-ο δασύς,-εία,-ύ | fricative |
εξακολουθητικός μέλλοντας (o) | future continuous |
εξακολουθητικός,-ή,-ό | progressive (prog) |
εξακολουθητικός,-ή,-ό παθητικός,-ή,-ό | progressive passive |
εξακολουθητικό σύμφωνο | spirant |
εξακολουθητικός | spirant |