ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1747 results
Greek Term English Term
ένταση (η) intension
Ένταση1 (η), διάταση (η) intension
εντασιακό περιβάλλον (το) intensional context
εντασιακό περιβάλλον (το) intensional context
εντασιακή λογική (η) intensional logic
εντασιακή ερμηνεία / ανάγνωση (η) intensional reading
εντασιακή σημασιολογία (η) intensional semantics
ένταση (η) intensity
ένταση (έναντι έκτασης) (η) intention vs extension
ένταση (η) magnitude