ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
ένταξη σε περιβάλλον (η) | contextualization |
ενσωμάτωση (η) | embodiment |
ενσωματωσιακός,-ή,-ό | incorporating |
ενσωματωσιακές γλώσσες (οι) | incorporating language |
ενσωμάτωση (η) | incorporation (inc) |
ενσωμάτωση (η), ένταξη (η), ομογενοποίηση (η) | integration |
ενσωμάτωση λεξικής έννοιας (η) | lexical concept integration |
ενσωμάτωση ονόματος (η) | noun incorporation |
ενσωμάτωση ουσιαστικών (η) | noun incorporation |
ένταση | volume |