ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1747 results
Greek Term English Term
εννοιοποιητική δυναμικότητα (η) conceptualising capacity
ενότητα (η) group
ενοποιημένη/ολοκληρωμένη προσέγγιση (η) integrated approach
ενοποιημένο τεστ (το), ολοτική δοκιμασία (η) integrative test
ενόραση (η) introspection
ενοιολογικό-λειτουργικό αναλυτικό πρόγραμμα (το) notional-functional syllabus
ενοποίηση (η) unification
ενοποιημένα χαρακτηριστικά unified features
ενοποιώ unify
ενοποίηση σε μία λεκτική μονάδα (η) univerbation