ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1747 results
Greek Term English Term
ενισχυτής (ο) amplifier
Ενίσχυση (η), τάση (η) fortition
έννοια (η) generic concept
ενισχυτικός προσδιορισμός (ο) intensifier
ενισχυτικός,-ή,-ό intensifying
Ενισχυτικός-ή-ό intensifying
έννοια (η) notion
έννοια sense
έννοια (η) Sinn
έννοια subject field