ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
ενισχυτής (ο) | amplifier |
Ενίσχυση (η), τάση (η) | fortition |
έννοια (η) | generic concept |
ενισχυτικός προσδιορισμός (ο) | intensifier |
ενισχυτικός,-ή,-ό | intensifying |
Ενισχυτικός-ή-ό | intensifying |
έννοια (η) | notion |
έννοια | sense |
έννοια (η) | Sinn |
έννοια | subject field |