ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
ενηλικοκεντρικός,-ή,-ό | adultocentric |
ενηλικόμορφος,-η,-ο | adultomorphic |
ενθαρρυντική (η) (έγκλιση) | cohortative |
ένθημα (το) | infix |
ενθηματικός,-ή,-ό | infixing |
ένθετο υλικό (το) | middle matter |
ένθεση σε ομοειδή δομή (η) | nesting |
ενεστώτας (ο) | present tense |
ένηχος φθόγγος (ο), αντιχητικός φθογγος (ο) | sonant |
ενημερώνω | update |