ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
ενδoιαστική | dubitative |
Ένγκα (η) (γλώσσα) | Enga |
ενδείκτης (ο), δείκτης (ο) | index (pl. indices) |
ενδεικτικό πεδίο της γλώσσας (το) | index field of language |
ενδεικτικός,-ή,-ό | indexical |
ενδεικτική έκφραση (η) | indexical expression |
ενδείκτες (οι) | indices |
έναρξη (η) | initiation |
εναρμονισμένη μεταμφίεση (η) | matched guise |
εναρμόνιση όρων | term harmonization |