ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1747 results
Greek Term English Term
ελλειπτικό όνομα defective noun
ελλειπτικό ρήμα defective verb
ελλείπω elide
έλλειψη ellipsis
ελλειπτικός τύπος (ο) elliptic form
ελλειπτικός elliptical
ελλειπτική πρόταση elliptical sentence
έλλειψη αντιστοιχίας (η) mismatch
ελλειψοειδές παράθυρο (το) oval window
ελλειψοειδής,-ής,-ές oval