ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1747 results
Greek Term English Term
έκφραση της καθομιλουμένης (η) colloquial expression
εκφυλισμένος πόδας degenerate foot
εκφραστικός expressive
εκφραστική αφασία (η) expressive aphasia
εκφραστική λειτουργία της γλώσσας (η) expressive function of language
εκφραστική σημασία expressive meaning
εκφραστικός συμβολισμός (ο) expressive symbolism
εκφώνημα (το) utterance
εκφώνηση utterance
Εκφώνημα (το), Εκφώνηση (η) utterance