ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1747 results
Greek Term English Term
εξάσκηση ακοής ear-training
εξαφανισμένη γλώσσα extinct language
εξαφάνιση (η) extinction
εξατομικευμένη διδασκαλία (η) individualized instruction
εξατομικευτικό επίθημα (το) individuative suffix
Εξασθενώ lenite
εξασθένιση (η) lenition
εξάσκηση με συχνή επανάληψη (η) pattern practice
εξάσκηση παραγωγής φθόγγων (η) performance
εξατομίκευση εφαρμογής (η) personalizing the application