ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
εξάσκηση ακοής | ear-training |
εξαφανισμένη γλώσσα | extinct language |
εξαφάνιση (η) | extinction |
εξατομικευμένη διδασκαλία (η) | individualized instruction |
εξατομικευτικό επίθημα (το) | individuative suffix |
Εξασθενώ | lenite |
εξασθένιση (η) | lenition |
εξάσκηση με συχνή επανάληψη (η) | pattern practice |
εξάσκηση παραγωγής φθόγγων (η) | performance |
εξατομίκευση εφαρμογής (η) | personalizing the application |