ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
εννοιοποιητική δυναμικότητα (η) | conceptualising capacity |
ενότητα (η) | group |
ενοποιημένη/ολοκληρωμένη προσέγγιση (η) | integrated approach |
ενοποιημένο τεστ (το), ολοτική δοκιμασία (η) | integrative test |
ενόραση (η) | introspection |
ενοιολογικό-λειτουργικό αναλυτικό πρόγραμμα (το) | notional-functional syllabus |
ενοποίηση (η) | unification |
ενοποιημένα χαρακτηριστικά | unified features |
ενοποιώ | unify |
ενοποίηση σε μία λεκτική μονάδα (η) | univerbation |