ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1747 results
Greek Term English Term
ενδoιαστική dubitative
Ένγκα (η) (γλώσσα) Enga
ενδείκτης (ο), δείκτης (ο) index (pl. indices)
ενδεικτικό πεδίο της γλώσσας (το) index field of language
ενδεικτικός,-ή,-ό indexical
ενδεικτική έκφραση (η) indexical expression
ενδείκτες (οι) indices
έναρξη (η) initiation
εναρμονισμένη μεταμφίεση (η) matched guise
εναρμόνιση όρων term harmonization