ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
έμφαση | emphasis |
εμφατικός,-ή,ό | emphatic |
εμφατικό σύμφωνο | emphatic consonant |
εμφατική ξενικοποίηση (η) | emphatic foreignization |
Έμφυτη γλωσσική ικανότητα (η) | Faculty of language |
εμφύτευση (η)/έγχυση (η) | injection |
έμφυτος,-η,-ο | innate |
εμφυτότητα (η) | innateness |
Εμφυτότητα (η) | innateness, nativism |
εμφυτοκρατία (η) | nativism |