ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1747 results
Greek Term English Term
εσωτερικός-ή-ό του πόδα foot-internal
εσωτερικό κέλυφος ΡΦ (το) inner VP shell
εσωτερικός,-ή,-ό interior
εσωτερικό όρισμα (το) internal argument
εσωτερικός δανεισμός (ο) internal borrowing
εσωτερικοί αιτιακοί παράγοντες (οι) internal causal factors
εσωτερικοί παράγοντες (οι) internal factors
εσωτερικοί σάντι (οι) internal sandhi
εσωτερικό λεξιλόγιο resident vocabulary
εσωτερικό λήμμα/ενδολήμμα run-on entry