ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1747 results
Greek Term English Term
επίμετρο (το) back matter
επινόηση (λέξης) (η) coining
επιμόλυνση contamination
επιμεριστικός,-ή,-ό distributive
επίπεδη δομή (η) flat structure
επινοητική/ευφάνταστη/δημιουργική πρόζα (η) imaginative prose
επίπεδα καθορισμού (τα) layers vs conditional
επιμεριστικός,-ή,-ό από αριστερά left distributive
επιμονή (η) persistence
επιμηκυντικός,-ή,-ό prolative