ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1747 results
Greek Term English Term
επιβεβαίωση (η) attestation
επιβεβαίωση (η) attestation
επιβεβαιωμένος,-η,-ο attested
επιβεβαιωμένα δεδομένα (τα) attested data
επιβεβαιωμένοι τύποι (οι) attested forms
επιγεγραμμένο πλέγμα (το) bracketed grid
επιβολή (η) command
επιβλητικός κόμβος (ο) commander
επιγεγραμμένες αγκύλες / περίκλειση σε επιγεγραμμένες αγκύλες (οι/η) labelled bracketing
επιβράδυνση (η) retardation