ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
επάρκεια (η) | adequacy |
επαρκής,-ής,-ές | adequate |
επαυξητική επικοινωνία (η) | augmentative communication |
επαυξημένο δίκτυο μεταπτώσεων (το) | augmented transition network |
επανιχνηλάτηση (η) | backtracking |
επαρχιωτισμός (ο) | provincialism |
επανόρθωση (η) | readjustment |
επανενίσχυση | reinforcement |
επανερμήνευση (η) | reinterpretation |
επανορθογράφηση (η) | respelling |