ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1159 results
Greek Term English Term
δεικτική κατηγορία (η) deictic category
δεικτική θέση (η) deictic position
δεικτική έκφραση (η), λέξη με ασταθή αναφορά (η) shifter
δεικτική έκφραση (η) deictic expression
δεικτικές αντωνυμίες demonstrative pronouns
δεικτικά άρθρα demonstrative articles
δείκτης χι στο τετράγωνο (ο) chi square
δείκτης υπόταξης (ο) subordinating conjunction / subordinator
δείκτης υπόταξης (ο) subordinator
δείκτης υπόταξης subordinating conjunction