ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
δίγραμμα (το) | bigram |
δίγραμμα και τρίγραμμα | bigram and trigram |
δίγλωσσος,-η,-ο | bilingual |
δίγλωσσο λεξικό (το) | bilingual dictionary |
διγλωσσοποίηση (η) | bilingualisation |
διγλωσσοποιημένο λεξικό (το) | bilingualised dictionary |
δίγραμμα | compound grapheme |
δίγλωσσος,-η,-ο | diglossic |
δίγραμμα | digramma |
Δίγραμμα (το), δίψηφο (το) | digraph |