ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1159 results
Greek Term English Term
διγλωσσία (η) bilingualism
διαχωριστικός-ή-ό demarcative
διαχωριστικό χαρακτηριστικό (το) demarcative feature
Διαχωριστική λειτουργία demarcative function
διαψεύσιμος,-η,-ο falsifiable
δίγλωσσα λεξικά ξένων ομιλητών (τα) foreign speaker dictionaries
διαωτικός,-ή,-ό interaural
δίγλωσσα λεξικά πρόσληψης (τα) perception dictionaries
δίγλωσσα λεξικά παραγωγής production dictionaries
διαχωριστής separator