ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1159 results
Greek Term English Term
διάταση (η) intension
διατενής,-ής,-ές intensional
διάταση (η) intensity
διάταση (η) intention
διατενής,-ής,-ές intentional
διατήρηση (η) invariance
διατήρηση (η) maintenance
διατεταγμένος,-η,-ο ordered
διατεταγμένος κατάλογος (ο) ordered list
διατεταγμένο ζεύγος (ο) ordered pair