ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
διάταση (η) | intension |
διατενής,-ής,-ές | intensional |
διάταση (η) | intensity |
διάταση (η) | intention |
διατενής,-ής,-ές | intentional |
διατήρηση (η) | invariance |
διατήρηση (η) | maintenance |
διατεταγμένος,-η,-ο | ordered |
διατεταγμένος κατάλογος (ο) | ordered list |
διατεταγμένο ζεύγος (ο) | ordered pair |