ALL        Α   Β   Γ   Δ   Ε   Ζ   Η   Θ   Ι   Κ   Λ   Μ   Ν   Ξ   Ο   Π   Ρ   Σ   Τ   Υ   Φ   Χ   Ψ   Ω 

1159 results
Greek Term English Term
δομική επιβολή (η) antecedent government
δομική επιβολή (η) c-command
Δομική επιβολή (η), Επιβάλλομαι δομικά c-command constituent-command
δομική επιβολή (η) constituent command
δομική ιεραρχία (η) hierarchical structure
δομική κυβέρνηση structural government
δομική θέση structural position
Δομική λέξη (η) structural word
δομική εξάρτηση (η) structure dependency
δομική θεματοποίηση topicalization