ALL Α Β Γ Δ Ε Ζ Η Θ Ι Κ Λ Μ Ν Ξ Ο Π Ρ Σ Τ Υ Φ Χ Ψ Ω
Greek Term | English Term |
---|---|
δομημένος-η-ο | constructed |
Δόμηση σημασίας (η) | Meaning construction |
δομική / δομιστική γλωσσολογία (η) | structural /structuralist linguistics |
δομικές σχέσεις | structural relations |
δομική αμφισημία | structural semantics |
δομικά αμφίσημος-η-ο | structurally ambiguous |
δομικά αμφίσημη πρόταση | structurally ambiguous clause |
δομικά εξαρτημένος-η-ο | structure dependent |
δομημένος | structured |
δομημένο στοιχείο απάντησης (το) | structured response item |